ὀστρακίς

ὀστρακίς
ὀστρακίς
pine-cone
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οστρακίς — ὀστρακίς, ίδος, ἡ (Α) 1. το φολιδωτό περίβλημα τού κώνου τού πεύκου, τού κουκουναριού 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀγαλμάτιόν τι Αφροδίτης». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα ίς (πρβλ. χελων ίς)] …   Dictionary of Greek

  • ὀστρακίδας — ὀστρακίς pine cone fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακίδων — ὀστρακίς pine cone fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”